- γδύνω
- (αόρ. έγδυσα, παθ. αόρ. γδύθηκα) μετ.1) раздевать; 2) обнажить, оголять; 3) обирать, грабить; 4) перен. см. γδέρνω 4;
γδύνομαι — раздеваться;
γδύσου раздевайся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γδύνομαι — раздеваться;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γδύνω — γδύνω, έγδυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γδύνω — Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω 2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τόν απογυμνώνω 3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά 4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ τη θήκη II. γδύνομαι βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω… … Dictionary of Greek
γδύνω — έγδυσα, γδύθηκα, γδυμένος 1. αφαιρώ τα ρούχα από κάποιον, ξεντύνω, γυμνώνω: Έγδυσε το μωρό για να το πλύνει. 2. κατακλέβω: Οι ληστές έγδυσαν το μαγαζί. 3. εξαντλώ οικονομικά κάποιον: Με έγδυσαν οι δικηγόροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγδυτος — η, ο [γδύνω] αυτός που δεν γδύθηκε, ντυμένος … Dictionary of Greek
αγιογδύτης — ο (θηλ. ισσα) 1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος 2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γδύνω] … Dictionary of Greek
απαμφίζω — ἀπαμφίζω (Α) αφαιρώ τα ενδύματα, γδύνω … Dictionary of Greek
απαμφιέννυμι — ἀπαμφιέννυμι (Α) 1. γδύνω, ξεγυμνώνω 2. αφαιρώ, γκρεμίζω … Dictionary of Greek
απογυμνώνω — (AM ἀπογυμνῶ, όω) 1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς 2. αφοπλίζω 3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω νεοελλ. λεηλατώ αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω 2. εξηγώ 3. ( ούμαι) γίνομαι ορατός, φανερώνομαι … Dictionary of Greek
αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω … Dictionary of Greek
απολωπίζω — ἀπολωπίζω (Α) [λωπίζω] γδύνω, κατακλέβω … Dictionary of Greek
γδυμνός — ή, ό ο γυμνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με επίδραση τού γδύνω] … Dictionary of Greek